- αὐτότροφοι
- αὐτότροφοςmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
θρέψη — Η εισαγωγή στους έμβιους οργανισμούς των απαραίτητων ουσιών για τη συντήρησή τους. (Βιολ.) Η θ. αποτελεί πρωταρχική ιδιότητα των ζωντανών οργανισμών. Η ζωντανή ύλη έχει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει και να αποικοδομεί τα ξένα μόρια και έτσι να… … Dictionary of Greek
κυανόφυτα — τα βοτ. υποδιαίρεση τού φυτικού βασιλείου στην οποία ανήκουν μονοκύτταροι, πρωτόγονοι από εξελικτική άποψη, αυτότροφοι οργανισμοί και η οποία κατέχει, στη συστηματική ταξινόμηση, θέση μεταξύ τών βακτηρίων και τών φυκών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… … Dictionary of Greek
φυτομονάδες — οι, Ν (βοτ. ζωολ.) μονοκύτταροι μαστιγοφόροι οργανισμοί, χλωροφυλλούχοι και αυτότροφοι συνήθως, που απαντούν σε νερά τα οποία έχουν υποστεί ρύπανση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phytomonadina] … Dictionary of Greek